-
1 торговый
торговый εμπορικός- \торговый договор το εμπορικό συμβόλαιο* * *торго́вый догово́р — το εμπορικό συμβόλαιο
-
2 εμπορικος
3торговый, коммерческий(χρήματα Arph., Plut.; τέχνη Plat.; πόλις Arst.; δίκαι Arst., Dem.; φόρτος Plut.)
ἐμπορικὰ διηγήματα ирон. Polyb. — купеческие россказни, бредни -
3 торговый
εμπορικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > торговый
-
4 εμπορικός
η, ό[ν] торговый; коммерческий;εμπορικός πράκτορας
(или αντιπρόσωπος) торговый агент;εμπορικός ακόλουθος — торгпред;
εμπορική αντιπροσωπεία — торгпредство;
εμπορική συνθήκη (συμφωνία) — торговое соглашение (договор);
εμπορικό σκάφος — торговое судно;
εμπορικόν ναυτικόν — или εμπορικός στόλος — торговый флот;
εμπορικόν επιμελητήριον — торговая палата;
εμπορικός οίκος — торговая, фирма;
εμπορικο δίκτυο — торговая сеть;
κατάστιχα — торговые книги;εμπορικός αποκλεισμός — экономическая блокада
-
5 торговый
торгов||ыйприл ἐμπορικός:\торговый договор ἡ ἐμπορική συμφωνία· \торговыйые книги τα ἐμπορικά κατάστιχα· \торговый агент ὁ ἐμπορικός ἀντιπρόσωπος· \торговыйая сеть τό ἐμπορικό δίκτυο· \торговыйое судно τό ἐμπορικό πλοίο· \торговый флот ὁ ἐμπορικός στόλος· ◊ \торговый дом ὁ ἐμπορικός οίκος· \торговыйая палата τό ἐμπορικό ἐπιμελητήριο. -
6 торговый
επ., εμπορικός•торговый капитал εμπορικό κεφάλαιο•
-ая сделка εμπορική σύμβαση•
-дом εμπορικός οίκος•
-ая база εμπορική βάση•
торговый флот εμπορικός στόλος•
торговый агент εμπορικός αντιπρόσωπος•
торговый город εμπορική πόλη•
-ые книги εμπορικά βιβλία (κατάστιχα).
εκφρ.- ая баня – παλ. τα δημόσια λουτρά. -
7 εμπορικός
[эмборикос] εκ. торговый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εμπορικός
-
8 торговый
[ταργκόβυΐ] εκ. εμπορικός -
9 εμπορικός
[эмборикос] επ торговый. -
10 торговый
[ταργκόβυϊ] επ εμπορικός -
11 представитель
ο αντιπρόσωπος, ο εκπρόσωποςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > представитель
-
12 советник
ο σύμβουλοςэкономический - см.финансовый -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > советник
-
13 эксперт
ο εμπειρογνώμον/αςο πραγματογνώμοναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эксперт
-
14 кодекс
юр. ο κώδιξ, ο κώδικαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кодекс
-
15 посредник
ο μεσίτ/ης, ο μεσολαβητής, ο μεσάζωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > посредник
-
16 флот
ο στόλοςτο ναυτικό военно-морской - πολεμικός ναυτικός -воздушный - αεροπορικός -, η αεροπορίαморской - ο στόλος, το ναυτικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > флот
-
17 торгпред
торгпред м (торговый представитель) ο εμπορικός αντιπρόσωπος* * *м(торго́вый представи́тель) ο εμπορικός αντιπρόσωπος -
18 флот
флот м о στόλος, το ναυτικό; военно-морской \флот о πολεμικός στόλος; торговый \флот ο εμπορικός στόλος; речной \флот τα ποταμόπλοια; воздушный \флот η αεροπορία; служить во (или на) \флоте υπηρετώ στο ναυτικό* * *мο στόλος, το ναυτικόвое́нно-морско́й флот — ο πολεμικός στόλος
торго́вый флот — ο εμπορικός στόλος
речно́й флот — τα ποταμόπλοια
возду́шный флот — η αεροπορία
служи́ть во ( или на) флоте — υπηρετώ στο ναυτικό
-
19 дом
дом м 1) το σπίτι жилой \дом η κατοικία многоэтажный \дом η πολυκατοικία 2) (учреж дение) το χτίριο \дом учёных о οίκος του επιστήμονα \дом культуры το σπίτι πολιτισ μού \дом отдыха το σπίτι ανά παυσης, το αναπαυτήριο' \дом пионеров το μέγαρο των πιο νέρων торговый \дом о εμπορι κός είκος \дом для престаре лых το γηροκομείο* * *м1) το σπίτιжило́й дом — η κατοικία
многоэта́жный дом — η πολυκατοικία
2) ( учреждение) το χτίριοдом учёных — ο οίκος του επιστήμονα
дом культу́ры — το σπίτι πολιτισμού
дом о́тдыха — το σπίτι ανάπαυσης, το αναπαυτήριο
дом пионе́ров — το μέγαρο των πιονέρων
торго́вый дом — ο εμπορικός είκος
дом для престаре́лых — το γηροκομείο
-
20 деловой
делов||ойприл1. ὑπηρεσιακός, τῶν ὑποθέσεων/ ἐμπορικός (торговый):\деловойые отношения οἱ ὑπηρεσιακές σχέσεις, οἱ ἐμπορικές σχέσεις· \деловойая корреспонденция ἡ ὑπηρεσιακή ἀλληλογραφία· \деловой разговор ἡ σοβαρή συζήτηση, ἡ συζήτηση γιά ὑπόθεση·2. (дельный) πρακτικός, θετικός, τής δουλείας:\деловой подход ἡ πρακτική ἀντιμετώπιση.
- 1
- 2